- ἐμπόδισμα
- ἐμπόδισμαimpedimentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπόδισμα — και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα) εμπόδιση μσν. 1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή 2. φυσικό ελάττωμα 3. άρνηση … Dictionary of Greek
εμπόδισμα — το, ατος 1. εμπόδιση (βλ. λ.). 2. εμπόδιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμποδισμάτων — ἐμπόδισμα impediment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίσματα — ἐμπόδισμα impediment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίσματι — ἐμπόδισμα impediment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίσματος — ἐμπόδισμα impediment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπόδισμα — το [μποδίζω] εμπόδισμα, παρεμπόδιση … Dictionary of Greek
τειχίο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκει και η Μονή Κοίμησης Θεοτόκου. To T. βρίσκεται στην τοποθεσία της αρχαίας μικρής πόλης της Αιτωλίας… … Dictionary of Greek
ԽԱՓԱՆՈՒՄՆ — (նման.) NBH 1 0936 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c գ. ἑμπόδισμα, κώλυμα, κώλυσις impedimentum, prohibitio. Խափանելն, իլն. արգելումն. խափան. եւ դադարումն կամ բարձումն. *Խափանումն հարկացն արքունի, կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αναχαίτιση — αναχαίτιση, η και αναχαίτισμα, το και αναχαιτισμός, ο συγκράτηση, εμπόδισμα: Η αναχαίτιση του πληθωρισμού είναι έργο δύσκολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)